ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Κουράκης):
Ευχαριστούμε τον κ. Βορίδη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εισερχόμαστε στη συζήτηση των
ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Θα συζητηθεί η με αριθμό 969/21.6.2010 επίκαιρη ερώτηση του Βουλευτή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Μαυρουδή Βορίδη προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, σχετικά με το ύψος διασφάλισης των τραπεζών για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Η επίκαιρη ερώτηση του κ. Βορίδη έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν. 3259/2004 η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν μπορεί να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου δανείου ή πίστωσης.
Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3723/2008 (ΦΕΚ 250/9-12-08 Τεύχος Α’) οι οφειλέτες ή εγγυητές που αποκλείσθηκαν από την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις των ανωτέρω νόμων, διατηρούσαν το δικαίωμα να ζητήσουν την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του ν.3259/2004, με αίτησή τους εντός μηνός από τη δημοσίευση του ν. 3723/2008, ήτοι μέχρι τον Ιανουάριο του 2009.
Με πρόσφατη επιστολή της Ένωσης Παραγωγών Ελλάδος προς την αρμόδια Υπουργό (3-5-2010), επισημαίνεται ότι η πολλαπλότητα των διασφαλίσεων που συνεχίζουν να διεκδικούν οι τράπεζες για το ίδιο ποσό οφειλής, δεσμεύουν απεριόριστα τους οφειλέτες με εμπράγματες ασφάλειες (υποθήκες και προσημειώσεις) και τους στερούν από ρευστότητα, απαραίτητη για την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους, καθώς και από πιστοληπτική ικανότητα έναντι άλλων τραπεζών.
Ερωτάται ο κ. Υπουργός:
1. Προτίθεται η Κυβέρνηση να υπαγάγει με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία στις διατάξεις του ν. 3259/2004 και οφειλέτες που δεν υπήχθησαν σε αυτές με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3723/2008, δεδομένης και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και αν όχι γιατί;
2. Θα περιοριστούν οι διασφαλίσεις που απαιτούν και παίρνουν οι τράπεζες από τους ληξιπρόθεσμους οφειλέτες και τριτεγγυητές, μέχρι το τριπλάσιο του καθαρού κεφαλαίου, όπως αυτό καθορίζεται από το άρθρο 39 του ν. 3259/2004;».
Το λόγο έχει ο Υφυπουργός κ. Σαχινίδης για τρία λεπτά.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ (Υφυπουργός Οικονομικών):
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Κύριε συνάδελφε, με την ερώτησή σας αναδεικνύετε ένα πρόβλημα, που διαχρονικά έχει φέρει σε πάρα πολύ δύσκολη θέση πολλούς πολίτες οι οποίοι υποχρεώθηκαν στο παρελθόν να δανεισθούν και μάλιστα σε μία περίοδο, όπως ήταν οι αρχές της δεκαετίας του ’80 και του ’90, πριν η χώρα εισέλθει στην ΟΝΕ, όπου τα επιτόκια ήταν πάρα πολύ ψηλά.
Το πρόβλημα αυτό, όπως ξέρετε, έφτασε στο σημείο να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, διότι τα υψηλά επιτόκια της περιόδου πριν από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, ευνοούσαν τη διόγκωση των οφειλόμενων καθυστερημένων και ληξιπρόθεσμων ποσών. Ταυτόχρονα, στην υπερχρέωση συνέτεινε και το γεγονός της υψηλής συχνότητας ανατοκισμού από την πλευρά των τραπεζών.
Η πολιτεία, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό, πήρε σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών. Και η λύση, όπως καταλαβαίνετε, σ’ αυτά τα ζητήματα δεν είναι εύκολη. Γιατί η οποιαδήποτε ρύθμιση για τα πανωτόκια, δηλαδή τους τόκους επί των χρεωμένων τόκων, πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στο αίτημα για οικονομική παρέμβαση με κοινωνικό προσανατολισμό και εξομάλυνση ακραίων καταστάσεων, αλλά από την άλλη μεριά και της αναγκαιότητας για ομαλή και αδιατάρακτη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος.
Έτσι, όπως θα ξέρετε καλύτερα ίσως από μένα, ψηφίστηκε αρχικά ο ν. 2789/2000 που με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ρύθμιζε τη συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση, που παρήχθησαν από κάθε είδους συβάσεις δανείων ή πιστώσεων. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο νόμος 2912/2001 που με το άρθρο 42 παράγραφος 1, ρύθμιζε τη συνολική οφειλή από τις συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, ενώ με τις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του 3259/2004, αλλά και του άρθρου 8 του νόμου 3723/2008 στις οποίες αναφέρεσθε, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχείρησε να αντιμετωπίσει, με θετικό πρέπει να αναγνωρίσω εδώ τρόπο, το μεγάλο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί πια στην χώρα μας από την επιβολή ανατοκισμού τόκων και τόκων υπερημερίας στα χορηγηθέντα δάνεια και στις πιστώσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να τεθεί φραγμός στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις των τραπεζών.
Η ρύθμιση του άρθρου 39 του ν. 3259 βρίσκεται σε ισχύ και συνεπώς σε καμία περίπτωση τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να ζητήσουν πάνω από το τριπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου λόγω δανείου ή πίστωσης από τους δανειολήπτες.
Βεβαίως, υπήρξαν ασάφειες που ήρθε να καλύψει η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3723 η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε δανειολήπτες να επανυποβάλλουν αίτηση υπαγωγής τους στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου επικαλούμενοι τη σωστή ερμηνεία του, δηλαδή ότι τα τιθέμενα όρια για το ανώτατο ποσό αρχικού κεφαλαίου και διαμορφούμενης οφειλής σε συγκεκριμένη ημερομηνία, λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά και όχι διαζευκτικά από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει ζήτημα παράτασης της προθεσμίας που είχε τεθεί με το άρθρο 8 του ν.3723, γιατί αυτή αφορούσε περιορισμένο αριθμό δανειοληπτών, που κακώς είχαν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου για τα πανωτόκια, που όπως ανέφερα ήδη εξακολουθεί να ισχύει.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ερώτημά σας σχετικά με τις εξασφαλίσεις και εγγυήσεις που απαιτούν τα πιστωτικά ιδρύματα από τους ληξιπρόθεσμους οφειλέτες, αυτές ρυθμίζονται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο του 3816/2010. Σύμφωνα με αυτό το σύνολο των υφισταμένων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγγυήσεων διατηρείται, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη πράξη ή διατύπωση.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Κουράκης): Ευχαριστώ και εγώ, κύριε Υφυπουργέ.
Το λόγο έχει ο ερωτών Βουλευτής κ. Μαυρουδής Βορίδης για τρία λεπτά.
ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριε Υφυπουργέ, όπως αντιλαμβάνεστε, εγώ είμαι ο τελευταίος ο οποίος δεν καταλαβαίνει και τη δυσκολία της συγκυρίας και το πρόβλημα το οποίο σήμερα αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όχι μόνο –θα πω εγώ- στη χώρα μας, γενικότερα.
Αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, τις πιέσεις, όπως αντιλαμβάνομαι όμως, και τον κρίσιμο αναπτυξιακό ρόλο τον οποίο πρέπει να παίξει.
Εδώ, λοιπόν, θεωρώ ότι βρισκόμαστε στο εξής σημείο: Αρχίζει και υπάρχει μία αγωνία από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος, η οποία καταλήγει στο να ζητείται πολλαπλότητα εξασφαλίσεων, πολλές φορές υπερβολικών.
Βεβαίως, εδώ τίθεται ένα ερώτημα: Θα πρέπει να παρέμβει η πολιτεία ή όχι; Ή θα πρέπει σε τελευταία ανάλυση να αφήσει την αγορά να ρυθμίσει με τον τρόπο που εκείνη νομίζει και τα ζητήματα των εξασφαλίσεων; Διότι αυτά προφανώς επηρεάζουν και το τραπεζικό κόστος, αλλά και εν γένει την πιστωτική συμπεριφορά των τραπεζών.
Ωστόσο, δύο ζητήματα θέλω εγώ να επισημάνω. Το πρώτο είναι ότι ο ν. 3259, στον οποίο αναφερθήκαμε, δεν καλύπτει συμβάσεις, οι οποίες έχουν συναφθεί μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, αλλά ο περιορισμός του τριπλασίου υφίσταται –αλλά, υφίσταται για μέχρι τότε καταρτισθείσες συμβάσεις και όχι μεταγενεστέρως- επειδή, βεβαίως, από το 2004 και μετά, πράγματι τα επιτόκια είναι σε πιο φυσιολογική βάση και επειδή από το 2004 και μετά, ακόμη και οι συμβάσεις περιέχουν ενιαύσιο ανατοκισμό συνήθως και όχι τρίμηνο ανατοκισμό, όπως γινόταν παλιότερα και τα επιτόκια έχουν εξορθολογιστεί και θεωρώ ότι σπάνια θα συναντήσουμε συμβάσεις συναφθείσες μετά το 2004, οι οποίες να έχουν φτάσει στο τριπλάσιο της αρχικής οφειλής. Παρά ταύτα, νομίζω ότι αυτή η γενική ρύθμιση καλό θα ήταν -έστω και για το μέλλον και εν’ όψει ότι ενδεχομένως να υπάρχουν καθυστερούμενες οφειλές- να επεκταθεί και να καλύψει και μεταγενέστερες συμβάσεις. Αυτό ως προς το χρονικό όριο.
Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο γεννάται και το οποίο συνδέεται, όμως, με την πρώτη σας πολιτική απόφαση -εφ’ όσον αποφασίσετε να τη λάβετε- είναι ότι εφ’ όσον το τελικό ποσό δεν μπορεί να υπερβεί το όριο του τριπλασίου, γιατί θα πρέπει να ζητούν οι τράπεζες εξασφαλίσεις, οι οποίες φθάνουν να υπερβαίνουν το όριο του τριπλασίου; Αυτό, λοιπόν, συνδέεται με την πρώτη σας πολιτική απόφαση, το να μπει ένας τέτοιος εύλογος περιορισμός. Αυτός ο περιορισμός, ενώ διασφαλίζει τις τράπεζες και δεν τους δημιουργεί καμία ζημία, από την άλλη μεριά απελευθερώνει περιουσιακά στοιχεία των δανειστών και αυξάνει την πιστοληπτική τους ικανότητα.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Τελειώνω, κύριε Πρόεδρε, σε δέκα δευτερόλεπτα.
Άρα, λοιπόν και αυτή η ρύθμιση, ενώ κατά τη γνώμη μου δεν θα δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στα τραπεζικά ιδρύματα, θα μπορέσει να επιτρέψει την αύξηση της πιστοληπτικής ικανότητας και άρα, θα λειτουργήσει αναπτυξιακά.
Εδώ δε, απλώς να κάνω ένα σχόλιο. Νομίζω ότι εξαιτίας της νευρικότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων, υπάρχει μία υπερβολή στην απαίτηση των διασφαλίσεων, η οποία δεν είναι ορθολογική, αλλά έχει να κάνει κυρίως με τη γενικότερη ατμόσφαιρα – ας το πω- αγωνίας και ανασφάλειας που δημιουργείται μέσα στις ευρύτερες οικονομικές δομές σήμερα.
Άρα, θεωρώ ότι θα έπρεπε να σκεφτείτε μία ρύθμιση προς αυτήν την κατεύθυνση, θα ήταν προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να θίγει –ξαναλέω- σε τίποτα τη ρευστότητα ή την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Κουράκης):
Ευχαριστούμε τον κύριο Βορίδη.Ο Υφυπουργός Οικονομικών κ. Φίλιππος Σαχινίδης έχει το λόγο για τη δευτερολογία του για τρία λεπτά.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ (Υφυπουργός Οικονομικών):
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Kύριε συνάδελφε, θα συμφωνήσω μαζί σας με τη διαπίστωση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε υπεραντιδράσεις από τη μεριά του τραπεζικού συστήματος, με δεδομένες τις –θα έλεγα- πολλές φορές ακραίες ή τεταμένες συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να λειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο και με μια κρίση ρευστότητας. Είναι ομολογουμένως μία κρίση, η οποία ενισχύθηκε και από τη δημοσιονομική κρίση με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι.
Αντιλαμβάνομαι και οφείλω να ομολογήσω ότι θα λάβω υπ’ όψιν μου την ανάπτυξη, την οποία κάνετε στην ερώτησή σας, για να εξετάσω τα θέματα, τα οποία έχετε βάλει.
Θα πρέπει, όμως κι εσείς, σε επίπεδο αρχής, να συμφωνήσετε μαζί μου ότι δεν είναι μόνο η λειτουργία των πανωτοκίων, η οποία οδήγησε πάρα πολλούς δανειολήπτες να βρεθούν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα και να χρωστούν πολύ μεγαλύτερα ποσά σε σχέση με την αρχική οφειλή, την οποία είχαν.
Διότι θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση στην εξέλιξη του προβλήματος από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου τότε πρωτίστως ήταν αποτέλεσμα των υπέρογκων επιτοκίων, σε σχέση μ’ αυτό που παρακολουθήσαμε ως φαινόμενο κατά τη δεκαετία του 2000, όπου εδώ πέρα το πρόβλημα παύει πλέον να είναι κυρίως το πρόβλημα του επιτοκίου, αλλά αρχίζει και μετατρέπεται σε πρόβλημα συνολικής οφειλής, δηλαδή, του αρχικού κεφαλαίου, το οποίο δανείστηκαν νοικοκυριά, τα οποία δεν είχαν –αν θέλετε- την απαιτούμενη πιστωτική παιδεία για να μπορέσουν να συνεκτιμήσουν τί ακριβώς σηματοδοτεί η ανάληψη τόσο μεγάλης υποχρέωσης έναντι του τραπεζικού συστήματος.
Και βέβαια, αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται –όπως γνωρίζετε- στο ότι το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν απελευθερωμένο. Είχαμε διοικητικά καθοριζόμενα επιτόκια και για τα δάνεια και για τις καταθέσεις. Επομένως, οι περισσότεροι από τους καταναλωτές δεν είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα τί ακριβώς συμβαίνει όταν ο κύκλος της οικονομίας περάσει σε μία διαφορετική φάση και αυτοί είναι δεσμευμένοι με πολύ υψηλότερα κεφάλαια, από αυτά τα οποία μπορούν με βάση τα εισοδήματα τους να τα διαχειριστούν, ούτε βέβαια και κάποιος από αυτούς μπορούσε να συνειδητοποιήσει τί ακριβώς θα συμβεί για τον ίδιο και την οικογένεια του, εάν τελικά βρεθεί αντιμέτωπος και με μία μείωση των εισοδημάτων του.
Γι’ αυτό και λέω ότι ένα από τα θέματα, τα οποία θα πρέπει να δούμε παράλληλα με αυτά τα οποία προτείνετε, είναι και το θέμα της πιστωτικής παιδείας. Και εκείνο το οποίο αναγνωρίζω και διαπιστώνω είναι και η απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών που, δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι είχαμε μία έξαρση του δανεισμού των νοικοκυριών, η προηγούμενη Κυβέρνηση δεν πήρε μέτρα και πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση για να βοηθήσει τα νοικοκυριά, τα οποία μέρα με την ημέρα δανείζονταν περισσότερο.
Οποιαδήποτε, λοιπόν, νομοθετική πρωτοβουλία στην κατεύθυνση της ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και τα παραπάνω στοιχεία και όχι απλώς να αναπαράγει νέους οφειλέτες σε παλαιότερες ρυθμίσεις, παρατείνοντας τις προθεσμίες που προβλέπονται από το νόμο.
Το συνερωτώμενο Υπουργείο Οικονομικών έχει προχωρήσει σε ανάλογη νομοθετική πρωτοβουλία και δίνει πραγματικά τη δυνατότητα σε χιλιάδες υπερχρεωμένους καταναλωτές και επαγγελματίες να ξεφύγουν από μία κατάσταση χωρίς προοπτική, αλλά και στα πιστωτικά ιδρύματα να ικανοποιήσουν μέρος των απαιτήσεων τους, που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν αδύνατο να πετύχουν.
Παράλληλα, πρόκειται για μία πρωτοβουλία που λαμβάνει υπ’ όψιν την ανάγκη για σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου στη σχέση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των οφειλετών, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι διατάξεις, ώστε να αποφευχθούν τα ερμηνευτικά προβλήματα των προηγούμενων νομοθετημάτων.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Ευχαριστούμε τον κ. Βορίδη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εισερχόμαστε στη συζήτηση των
ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Θα συζητηθεί η με αριθμό 969/21.6.2010 επίκαιρη ερώτηση του Βουλευτή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Μαυρουδή Βορίδη προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, σχετικά με το ύψος διασφάλισης των τραπεζών για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Η επίκαιρη ερώτηση του κ. Βορίδη έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν. 3259/2004 η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν μπορεί να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου δανείου ή πίστωσης.
Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3723/2008 (ΦΕΚ 250/9-12-08 Τεύχος Α’) οι οφειλέτες ή εγγυητές που αποκλείσθηκαν από την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις των ανωτέρω νόμων, διατηρούσαν το δικαίωμα να ζητήσουν την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του ν.3259/2004, με αίτησή τους εντός μηνός από τη δημοσίευση του ν. 3723/2008, ήτοι μέχρι τον Ιανουάριο του 2009.
Με πρόσφατη επιστολή της Ένωσης Παραγωγών Ελλάδος προς την αρμόδια Υπουργό (3-5-2010), επισημαίνεται ότι η πολλαπλότητα των διασφαλίσεων που συνεχίζουν να διεκδικούν οι τράπεζες για το ίδιο ποσό οφειλής, δεσμεύουν απεριόριστα τους οφειλέτες με εμπράγματες ασφάλειες (υποθήκες και προσημειώσεις) και τους στερούν από ρευστότητα, απαραίτητη για την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους, καθώς και από πιστοληπτική ικανότητα έναντι άλλων τραπεζών.
Ερωτάται ο κ. Υπουργός:
1. Προτίθεται η Κυβέρνηση να υπαγάγει με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία στις διατάξεις του ν. 3259/2004 και οφειλέτες που δεν υπήχθησαν σε αυτές με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3723/2008, δεδομένης και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και αν όχι γιατί;
2. Θα περιοριστούν οι διασφαλίσεις που απαιτούν και παίρνουν οι τράπεζες από τους ληξιπρόθεσμους οφειλέτες και τριτεγγυητές, μέχρι το τριπλάσιο του καθαρού κεφαλαίου, όπως αυτό καθορίζεται από το άρθρο 39 του ν. 3259/2004;».
Το λόγο έχει ο Υφυπουργός κ. Σαχινίδης για τρία λεπτά.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ (Υφυπουργός Οικονομικών):
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Κύριε συνάδελφε, με την ερώτησή σας αναδεικνύετε ένα πρόβλημα, που διαχρονικά έχει φέρει σε πάρα πολύ δύσκολη θέση πολλούς πολίτες οι οποίοι υποχρεώθηκαν στο παρελθόν να δανεισθούν και μάλιστα σε μία περίοδο, όπως ήταν οι αρχές της δεκαετίας του ’80 και του ’90, πριν η χώρα εισέλθει στην ΟΝΕ, όπου τα επιτόκια ήταν πάρα πολύ ψηλά.
Το πρόβλημα αυτό, όπως ξέρετε, έφτασε στο σημείο να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, διότι τα υψηλά επιτόκια της περιόδου πριν από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, ευνοούσαν τη διόγκωση των οφειλόμενων καθυστερημένων και ληξιπρόθεσμων ποσών. Ταυτόχρονα, στην υπερχρέωση συνέτεινε και το γεγονός της υψηλής συχνότητας ανατοκισμού από την πλευρά των τραπεζών.
Η πολιτεία, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό, πήρε σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών. Και η λύση, όπως καταλαβαίνετε, σ’ αυτά τα ζητήματα δεν είναι εύκολη. Γιατί η οποιαδήποτε ρύθμιση για τα πανωτόκια, δηλαδή τους τόκους επί των χρεωμένων τόκων, πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στο αίτημα για οικονομική παρέμβαση με κοινωνικό προσανατολισμό και εξομάλυνση ακραίων καταστάσεων, αλλά από την άλλη μεριά και της αναγκαιότητας για ομαλή και αδιατάρακτη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος.
Έτσι, όπως θα ξέρετε καλύτερα ίσως από μένα, ψηφίστηκε αρχικά ο ν. 2789/2000 που με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ρύθμιζε τη συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση, που παρήχθησαν από κάθε είδους συβάσεις δανείων ή πιστώσεων. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο νόμος 2912/2001 που με το άρθρο 42 παράγραφος 1, ρύθμιζε τη συνολική οφειλή από τις συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, ενώ με τις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του 3259/2004, αλλά και του άρθρου 8 του νόμου 3723/2008 στις οποίες αναφέρεσθε, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχείρησε να αντιμετωπίσει, με θετικό πρέπει να αναγνωρίσω εδώ τρόπο, το μεγάλο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί πια στην χώρα μας από την επιβολή ανατοκισμού τόκων και τόκων υπερημερίας στα χορηγηθέντα δάνεια και στις πιστώσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να τεθεί φραγμός στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις των τραπεζών.
Η ρύθμιση του άρθρου 39 του ν. 3259 βρίσκεται σε ισχύ και συνεπώς σε καμία περίπτωση τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να ζητήσουν πάνω από το τριπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου λόγω δανείου ή πίστωσης από τους δανειολήπτες.
Βεβαίως, υπήρξαν ασάφειες που ήρθε να καλύψει η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3723 η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε δανειολήπτες να επανυποβάλλουν αίτηση υπαγωγής τους στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου επικαλούμενοι τη σωστή ερμηνεία του, δηλαδή ότι τα τιθέμενα όρια για το ανώτατο ποσό αρχικού κεφαλαίου και διαμορφούμενης οφειλής σε συγκεκριμένη ημερομηνία, λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά και όχι διαζευκτικά από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει ζήτημα παράτασης της προθεσμίας που είχε τεθεί με το άρθρο 8 του ν.3723, γιατί αυτή αφορούσε περιορισμένο αριθμό δανειοληπτών, που κακώς είχαν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου για τα πανωτόκια, που όπως ανέφερα ήδη εξακολουθεί να ισχύει.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ερώτημά σας σχετικά με τις εξασφαλίσεις και εγγυήσεις που απαιτούν τα πιστωτικά ιδρύματα από τους ληξιπρόθεσμους οφειλέτες, αυτές ρυθμίζονται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο του 3816/2010. Σύμφωνα με αυτό το σύνολο των υφισταμένων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγγυήσεων διατηρείται, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη πράξη ή διατύπωση.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Κουράκης): Ευχαριστώ και εγώ, κύριε Υφυπουργέ.
Το λόγο έχει ο ερωτών Βουλευτής κ. Μαυρουδής Βορίδης για τρία λεπτά.
ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριε Υφυπουργέ, όπως αντιλαμβάνεστε, εγώ είμαι ο τελευταίος ο οποίος δεν καταλαβαίνει και τη δυσκολία της συγκυρίας και το πρόβλημα το οποίο σήμερα αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όχι μόνο –θα πω εγώ- στη χώρα μας, γενικότερα.
Αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, τις πιέσεις, όπως αντιλαμβάνομαι όμως, και τον κρίσιμο αναπτυξιακό ρόλο τον οποίο πρέπει να παίξει.
Εδώ, λοιπόν, θεωρώ ότι βρισκόμαστε στο εξής σημείο: Αρχίζει και υπάρχει μία αγωνία από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος, η οποία καταλήγει στο να ζητείται πολλαπλότητα εξασφαλίσεων, πολλές φορές υπερβολικών.
Βεβαίως, εδώ τίθεται ένα ερώτημα: Θα πρέπει να παρέμβει η πολιτεία ή όχι; Ή θα πρέπει σε τελευταία ανάλυση να αφήσει την αγορά να ρυθμίσει με τον τρόπο που εκείνη νομίζει και τα ζητήματα των εξασφαλίσεων; Διότι αυτά προφανώς επηρεάζουν και το τραπεζικό κόστος, αλλά και εν γένει την πιστωτική συμπεριφορά των τραπεζών.
Ωστόσο, δύο ζητήματα θέλω εγώ να επισημάνω. Το πρώτο είναι ότι ο ν. 3259, στον οποίο αναφερθήκαμε, δεν καλύπτει συμβάσεις, οι οποίες έχουν συναφθεί μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, αλλά ο περιορισμός του τριπλασίου υφίσταται –αλλά, υφίσταται για μέχρι τότε καταρτισθείσες συμβάσεις και όχι μεταγενεστέρως- επειδή, βεβαίως, από το 2004 και μετά, πράγματι τα επιτόκια είναι σε πιο φυσιολογική βάση και επειδή από το 2004 και μετά, ακόμη και οι συμβάσεις περιέχουν ενιαύσιο ανατοκισμό συνήθως και όχι τρίμηνο ανατοκισμό, όπως γινόταν παλιότερα και τα επιτόκια έχουν εξορθολογιστεί και θεωρώ ότι σπάνια θα συναντήσουμε συμβάσεις συναφθείσες μετά το 2004, οι οποίες να έχουν φτάσει στο τριπλάσιο της αρχικής οφειλής. Παρά ταύτα, νομίζω ότι αυτή η γενική ρύθμιση καλό θα ήταν -έστω και για το μέλλον και εν’ όψει ότι ενδεχομένως να υπάρχουν καθυστερούμενες οφειλές- να επεκταθεί και να καλύψει και μεταγενέστερες συμβάσεις. Αυτό ως προς το χρονικό όριο.
Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο γεννάται και το οποίο συνδέεται, όμως, με την πρώτη σας πολιτική απόφαση -εφ’ όσον αποφασίσετε να τη λάβετε- είναι ότι εφ’ όσον το τελικό ποσό δεν μπορεί να υπερβεί το όριο του τριπλασίου, γιατί θα πρέπει να ζητούν οι τράπεζες εξασφαλίσεις, οι οποίες φθάνουν να υπερβαίνουν το όριο του τριπλασίου; Αυτό, λοιπόν, συνδέεται με την πρώτη σας πολιτική απόφαση, το να μπει ένας τέτοιος εύλογος περιορισμός. Αυτός ο περιορισμός, ενώ διασφαλίζει τις τράπεζες και δεν τους δημιουργεί καμία ζημία, από την άλλη μεριά απελευθερώνει περιουσιακά στοιχεία των δανειστών και αυξάνει την πιστοληπτική τους ικανότητα.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Τελειώνω, κύριε Πρόεδρε, σε δέκα δευτερόλεπτα.
Άρα, λοιπόν και αυτή η ρύθμιση, ενώ κατά τη γνώμη μου δεν θα δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στα τραπεζικά ιδρύματα, θα μπορέσει να επιτρέψει την αύξηση της πιστοληπτικής ικανότητας και άρα, θα λειτουργήσει αναπτυξιακά.
Εδώ δε, απλώς να κάνω ένα σχόλιο. Νομίζω ότι εξαιτίας της νευρικότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων, υπάρχει μία υπερβολή στην απαίτηση των διασφαλίσεων, η οποία δεν είναι ορθολογική, αλλά έχει να κάνει κυρίως με τη γενικότερη ατμόσφαιρα – ας το πω- αγωνίας και ανασφάλειας που δημιουργείται μέσα στις ευρύτερες οικονομικές δομές σήμερα.
Άρα, θεωρώ ότι θα έπρεπε να σκεφτείτε μία ρύθμιση προς αυτήν την κατεύθυνση, θα ήταν προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να θίγει –ξαναλέω- σε τίποτα τη ρευστότητα ή την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Αναστάσιος Κουράκης):
Ευχαριστούμε τον κύριο Βορίδη.Ο Υφυπουργός Οικονομικών κ. Φίλιππος Σαχινίδης έχει το λόγο για τη δευτερολογία του για τρία λεπτά.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ (Υφυπουργός Οικονομικών):
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Kύριε συνάδελφε, θα συμφωνήσω μαζί σας με τη διαπίστωση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε υπεραντιδράσεις από τη μεριά του τραπεζικού συστήματος, με δεδομένες τις –θα έλεγα- πολλές φορές ακραίες ή τεταμένες συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να λειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο και με μια κρίση ρευστότητας. Είναι ομολογουμένως μία κρίση, η οποία ενισχύθηκε και από τη δημοσιονομική κρίση με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι.
Αντιλαμβάνομαι και οφείλω να ομολογήσω ότι θα λάβω υπ’ όψιν μου την ανάπτυξη, την οποία κάνετε στην ερώτησή σας, για να εξετάσω τα θέματα, τα οποία έχετε βάλει.
Θα πρέπει, όμως κι εσείς, σε επίπεδο αρχής, να συμφωνήσετε μαζί μου ότι δεν είναι μόνο η λειτουργία των πανωτοκίων, η οποία οδήγησε πάρα πολλούς δανειολήπτες να βρεθούν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα και να χρωστούν πολύ μεγαλύτερα ποσά σε σχέση με την αρχική οφειλή, την οποία είχαν.
Διότι θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση στην εξέλιξη του προβλήματος από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου τότε πρωτίστως ήταν αποτέλεσμα των υπέρογκων επιτοκίων, σε σχέση μ’ αυτό που παρακολουθήσαμε ως φαινόμενο κατά τη δεκαετία του 2000, όπου εδώ πέρα το πρόβλημα παύει πλέον να είναι κυρίως το πρόβλημα του επιτοκίου, αλλά αρχίζει και μετατρέπεται σε πρόβλημα συνολικής οφειλής, δηλαδή, του αρχικού κεφαλαίου, το οποίο δανείστηκαν νοικοκυριά, τα οποία δεν είχαν –αν θέλετε- την απαιτούμενη πιστωτική παιδεία για να μπορέσουν να συνεκτιμήσουν τί ακριβώς σηματοδοτεί η ανάληψη τόσο μεγάλης υποχρέωσης έναντι του τραπεζικού συστήματος.
Και βέβαια, αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται –όπως γνωρίζετε- στο ότι το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν απελευθερωμένο. Είχαμε διοικητικά καθοριζόμενα επιτόκια και για τα δάνεια και για τις καταθέσεις. Επομένως, οι περισσότεροι από τους καταναλωτές δεν είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα τί ακριβώς συμβαίνει όταν ο κύκλος της οικονομίας περάσει σε μία διαφορετική φάση και αυτοί είναι δεσμευμένοι με πολύ υψηλότερα κεφάλαια, από αυτά τα οποία μπορούν με βάση τα εισοδήματα τους να τα διαχειριστούν, ούτε βέβαια και κάποιος από αυτούς μπορούσε να συνειδητοποιήσει τί ακριβώς θα συμβεί για τον ίδιο και την οικογένεια του, εάν τελικά βρεθεί αντιμέτωπος και με μία μείωση των εισοδημάτων του.
Γι’ αυτό και λέω ότι ένα από τα θέματα, τα οποία θα πρέπει να δούμε παράλληλα με αυτά τα οποία προτείνετε, είναι και το θέμα της πιστωτικής παιδείας. Και εκείνο το οποίο αναγνωρίζω και διαπιστώνω είναι και η απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών που, δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι είχαμε μία έξαρση του δανεισμού των νοικοκυριών, η προηγούμενη Κυβέρνηση δεν πήρε μέτρα και πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση για να βοηθήσει τα νοικοκυριά, τα οποία μέρα με την ημέρα δανείζονταν περισσότερο.
Οποιαδήποτε, λοιπόν, νομοθετική πρωτοβουλία στην κατεύθυνση της ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και τα παραπάνω στοιχεία και όχι απλώς να αναπαράγει νέους οφειλέτες σε παλαιότερες ρυθμίσεις, παρατείνοντας τις προθεσμίες που προβλέπονται από το νόμο.
Το συνερωτώμενο Υπουργείο Οικονομικών έχει προχωρήσει σε ανάλογη νομοθετική πρωτοβουλία και δίνει πραγματικά τη δυνατότητα σε χιλιάδες υπερχρεωμένους καταναλωτές και επαγγελματίες να ξεφύγουν από μία κατάσταση χωρίς προοπτική, αλλά και στα πιστωτικά ιδρύματα να ικανοποιήσουν μέρος των απαιτήσεων τους, που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν αδύνατο να πετύχουν.
Παράλληλα, πρόκειται για μία πρωτοβουλία που λαμβάνει υπ’ όψιν την ανάγκη για σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου στη σχέση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των οφειλετών, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι διατάξεις, ώστε να αποφευχθούν τα ερμηνευτικά προβλήματα των προηγούμενων νομοθετημάτων.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ γράφετε τα σχόλιά σας